- περιβολαί
- περιβολήcoveringfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβόλαι' — περιβόλαια , περιβόλαιον that which is thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… … Dictionary of Greek
χλανία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χλαινίαι, περιβολαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. χλαν τής λ. χλαῖνα*] … Dictionary of Greek